Search Research Outputs

Recent Additions
  • Publication
    Ανάπτυξη αλγόριθμου διαλογής για τη δευτεροβάθμια πρόληψη του Σακχαρώδη Διαβήτη και επιπλοκών του
    (Σχολή Θετικών Επιστημών : Τμήμα Επιστημών Υγείας : Διδακτορικό στη Δημόσια Υγεία, 2019-06-20)
    Χρυσοστόμου, Χρυσόστομος
    ;
    Lavranos, Yiangos
    ;
    Lamnisos, Demetriseuro
    ;
    Leonidou, Maria
    Εισαγωγή: Η συνεχής αυξητική τάση που παρατηρείται στην διάγνωση διαβήτη ανά το παγκόσμιο, έχει κατευθύνει τις κυβερνήσεις των χωρών να υιοθετούν νέα προγράμματα αντιμετώπισης του. Στην Ευρώπη τα κράτη μέλη της, σύμφωνα με τη Διεθνή Ομοσπονδία για το Διαβήτη (2017) διαθέτουν από 10% μέχρι και το 20% των δαπανών υγείας για θεραπείες που αφορούν το διαβήτη αλλά και για επιπλοκές που οφείλονται σε αυτόν. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ασθένεια αυτή στην Κύπρο, κρίθηκε αναγκαίο η εκτίμηση των κανονιστικών αναγκών των διαβητικών ατόμων, καθώς και η στάθμιση εργαλείων πρόληψης για τον Σακχαρώδη Διαβήτη. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η καταγραφή και η εκτίμηση των κανονιστικών αναγκών των διαβητικών ατόμων που πηγάζουν από την ίδια την ασθένεια και ο εντοπισμός αδιάγνωστων ατόμων μέσω του εργαλείου πρόληψης για τον Σακχαρώδη Διαβήτη Findrisk σε ένα δείγμα πληθυσμού. Μεθοδολογία: Το δείγμα πληθυσμού αποτέλεσαν 2100 άτομα. Η έρευνα διεξήχθη σε δύο φάσεις κατά τη περίοδο 2017-2018 στο Δήμο Αραδίππου. Στην πρώτη φάση εντοπίσαμε τα 188 ήδη διαγνωσμένα άτομα με διαβήτη, τα οποία κλήθηκαν να απαντήσουν ένα ερωτηματολόγιο και μέσω των απαντήσεων τους καταγράφηκε ο βαθμός ικανοποίησης των κανονιστικών αναγκών τους και του γνωστικού τους επιπέδου σχετικά με τη ασθένεια τους. Τα δεδομένα που προέκυψαν μελετήθηκαν και συγκρίθηκαν με διεθνή πρότυπα επίδοσης διαβήτη σχετικά με τους δείκτες, τις διαδικασίες και τα αποτελέσματα της παρακολούθησης διαβητικών ασθενών και με δεδομένα άλλων χωρών που εντοπίστηκαν μέσω βιβλιογραφίας. Στη δεύτερη φάση τα υπόλοιπα 1912 άτομα που δεν νοσούσαν από διαβήτη κλήθηκαν να απαντήσουν ένα δεύτερο ερωτηματολόγιο Findrisk. Στο ερωτηματολόγιο αυτό όσα άτομα μέσω της βαθμολόγησης κατατάχθηκαν ως υψηλού κινδύνου και πολύ υψηλού κινδύνου επιλέχθηκαν και παραπέμφθηκαν σε κλινικό εργαστήριο όπου υποβλήθηκαν σε καμπύλη σακχάρου για να διαπιστωθεί η τυχόν διάγνωση. Αποτελέσματα: Ο επιπολασμός διαβήτη κατά τη έναρξη της έρευνας κυμάνθηκε στο 9 % (188/ 2100 άτομα). Διαγνώσθηκαν 52 νέα περιστατικά. Τριάντα έξι νέα περιστατικά διαγνώστηκαν από τυχαία τιμή σακχάρου μετά από τριπλό έλεγχο και σύνοδα συμπτώματα διαβήτη σύμφωνα πάντοτε με τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας που αφορά τη διάγνωση διαβήτη. Δέκα έξι νέα περιστατικά διαγνώσθηκαν μετά από καμπύλη σακχάρου. Ο επιπολασμός διαβήτη κατά τη λήξη της έρευνας κυμάνθηκε στο 11,4% (240/ 2100 άτομα). Διαπιστώθηκε ότι ένα άτομο κάθε σαράντα στο γενικό πληθυσμό νοσεί από διαβήτη χωρίς να έχει ακόμη διαγνωστεί. Παρατηρήθηκαν παρεκκλίσεις από τα διεθνή πρότυπα διαβήτη και μόνο σε κάποια από αυτά σχετική συμμόρφωση. Συμπεράσματα: Παρατηρήθηκαν παρεκκλίσεις από τα διεθνή πρότυπα διαβήτη αυξάνοντας τον κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών. Το εργαλείο πρόληψης διαβήτη Findrisk αποτελεί ισχυρό εργαλείο για εντοπισμό ατόμων υψηλού κινδύνου για εμφάνιση διαβήτη για τα επόμενα δέκα χρόνια. Παράλληλα η χρήση του έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να βοηθήσει στην διάγνωση μέχρι τώρα αδιάγνωστων διαβητικών ατόμων. Αναλύοντας τα αποτελέσματα καταλήγουμε στο τελικό συμπέρασμα ότι θα πρέπει μελλοντικά να εφαρμοστεί μια νέα στρατηγική αντιμετώπισης του διαβήτη που να καλύπτει πλήρως τις κανονιστικές ανάγκες των διαβητικών ατόμων καθώς και τη καθολική εφαρμογή του εργαλείου πρόληψη διαβήτη Findrisk στην Κύπρο κάθε δέκα χρόνια, γεγονός που θα βοηθούσε στην καλύτερη αντιμετώπιση της ασθένειας.
  • Publication
    Ανάπτυξη και αξιολόγηση μοντέλου πρόβλεψης οστεοπορωτικών καταγμάτων στην Κύπρο
    (Σχολή Θετικών Επιστημών, Τμήμα Επιστημών Υγείας και Ιατρική Σχολή, Τμήμα Ιατρικής, 2024-09-16)
    Ξενοφώντος, Παντελής
    ;
    Εισαγωγή: Τα οστεοπορωτικά κατάγματα αποτελούν μέιζον κοινωνικοοικονομικό πρόβλημα παγκοσμίως. Το πρόβλημα αναμένεται να επιταθεί τις επόμενες δεκαετίες, καθώς το ολοένα κι αυξανόμενο προσδόκιμο επιβίωσης του ηλικιωμένου πληθυσμού, θα οδηγήσει σε έκρηξη της συχνότητας της οστεοπόρωσης και των συνοδών καταγμάτων χαμηλής βίας. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η αξιολόγηση και σημασία του κλινικού εργαλείου FRAX®, στην εκτίμηση καταγματικού κινδύνου σε άνδρες και γυναίκες άνω των 65 ετών, την καταγραφή βασικών παραμέτρων για την πρόληψη οστεοπόρωσης, καθώς και την πιθανή συσχέτιση των αποτελεσμάτων με βάση παραμέτρους που αφορούν τον ίδιο τον ασθενή. Μεθοδολογία: Η μελέτη έλαβε χώρα στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας Κύπρου. Ο χρόνος διεξαγωγής της μελέτης ήταν από τον Ιούνιο του 2017 μέχρι το Μάϊο του 2018. Το δείγμα της έρευνας αποτελούσαν τόσο ασθενείς που εισήχθησαν με κάταγμα στην περιοχή πέριξ του ισχίου (υποκεφαλικάά, διατροχαντήήρια, υποτροχαντήήρια, βασεοαυχενικά), όσο και νοσοκομειακοί μάρτυρες, χωρίς ιστορικό κατάγματος. Για την εκπλήρωση της παρούσας μελέτης προγραμματίστηκε να συμμετέχει ένα δείγμα 401 ατόμων (195 ασθενών & 206 μαρτύρων). Αποτελέσματα: Η ανάλυση με χρήση μοντέλων πολυπαραγοντικής γραμμικής παλινδρόμησης επιβεβαίωσε την αποτελεσματικότητά τους σύμφωνα με τον αλγόριθμο FRAX. Οι παράγοντες κινδύνου για κατάγματα διαφοροποιήθηκαν μεταξύ δύο ηλικιακών ομάδων, με τα μοντέλα να δείχνουν υψηλές τιμές R-τετράγωνου. Συγκεκριμένα, οι σημαντικοί παράγοντες ήταν το φύλο, η ηλικία, οι συνήθειες του τρόπου ζωής (κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλ) και οι προϋπάρχουσες παθήσεις (διαβήτης, υπέρταση, ρευματοειδής αρθρίτιδα). Τα μοντέλα FRAX_Major_Osteoporotic και FRAX_HI παρουσίασαν υψηλή προγνωστική αξία, με R square = 0.86 και 0.83 αντίστοιχα. Οι εξισώσεις πρόβλεψης ήταν οι εξής: FRAX_Major_Osteoporotic (%) = 2.02 – 1.11 (Φύλο) + 0.05 (Ηλικία) + 0.51 (Κάπνισμα) + 5.47 (Αλκοόλ) + 0.36 (Διαβήτης) + 0.59 (Υπέρταση) + 11.92 (Ρευματοειδής νόσος) + 0.92 (Διαγνωσμένη οστεοπόρωση) – 0.92 (Tscore) + 6.74 (Κάταγμα). FRAX_HI (%) = 1.47 - 0.98 (Φύλο) + 0.03 (Ηλικία) + 1.03 (Κάπνισμα) + 4.40 (Αλκοόλ) + 0.06 (Διαβήτης) + 0.35 (Υπέρταση) + 7.56 (Ρευματοειδής νόσος) + 0.27 (Διαγνωσμένη οστεοπόρωση) – 0.56 (Tscore) + 5.11 (Κάταγμα). Συμπεράσματα: Συμπεράσματα: Η μελέτη συμβάλλει στο αυξανόμενο σώμα των στοιχείων σχετικά με τους παράγοντες κινδύνου κατάγματος, τονίζοντας την περίπλοκη αλληλεπίδραση της ηλικίας, του φύλου, των επιλογών τρόπου ζωής, και των συννοσηροτήτων, για πρώτη φορά στον Κυπριακό πληθυσμό.
  • Publication
    The childhood prevalence and characteristics of Autism Spectrum Disorder (ASD) in Cyprus and the predictors of minimally verbal children, using a new parent report tool
    (School of Sciences, Department of Health Sciences and School of Medicine, Department of Medicine, 2024-07-05)
    Kilili-lesta, Margarita
    ;
    Louiza Voniati
    ;
    ;
    Peteinou, Kakia
    Introduction: Autism spectrum disorder (ASD) prevalence was not consistently monitored in Europe nor reported for Cyprus in the literature. Limited research was found concerning children with ASD presenting with persistent language delay, considered nonverbal/minimally-verbal (NV/MV). The factors associated with linguistic differences within ASD are indefinite. Purpose: This research aimed to examine which prelinguistic factors predicted linguistic outcome in ASD, and to determine the childhood prevalence, gender ratio, and characteristics for ASD in Cyprus, the factors associated with prevalence, and the risk/prognostic factors associated with ASD-NV/MV linguistic status, using a new parent report tool in Greek, developed and validated by the research team. Methodology: First, a cross-sectional study with convenience cluster school-sample of 117 schools and weighted child-sample (five-to-12 years) of 9,990 students, calculated the prevalence through school report. Second, the newly developed Developmental/Verbal Language Phase (DeVLP) questionnaire (collecting familial, perinatal, developmental, and current linguistic information) was validated in a sample of 22 children with ASD and 28 without, based on the gold-standard method, language sample analysis. Third, the risk and prognostic factors for ASD-NV/MV status in a convenience sample of 56 children (three-to-12 years) already diagnosed with ASD, were examined via an age-and-gender-matched case-control study, utilizing the DeVLP tool to determine linguistic status. Results: ASD prevalence in Cyprus (2022-2023) was 1.8% with 4.1 males for every female. Males, children enrolled in preschool, and special schools, had a higher probability of report of an ASD diagnosis compared to females, elementary level, and mainstream schools (p<0.05). Of the familial, perinatal, and developmental factors examined, only a low early development score (EDS), corresponding to a high developmental risk score was significantly associated with reduced linguistic outcome (p<0.05). Children with lower EDS, reflecting delays in developmental milestones (gestures, motor skills, etc.), had higher probability of ASD-NV/MV classification using the valid and reliable DeVLP instrument. Conclusions: This research provided the first published data for ASD prevalence in Cyprus, a novel parent report tool (DeVLP) assessing linguistic skill and for the first time the interlinguistic skills of children with ASD, including those classified as NV/MV in Cyprus were examined. Results emphasized the need for monitoring prevalence, classifying ASD-NV/MV status utilizing the new and valid DeVLP tool, and monitoring early development for toddlers at-risk-for-ASD, in Cyprus, to enhance their linguistic skills as early as possible, for an optimum outcome. The impact of this research in public policy for ASD was substantial in the new National Strategy for Autism, by providing information on the prevalence, characteristics, and needs of children with ASD in Cyprus, which was missing.
  • Publication
    Comparison of case-based learning versus lecture-based learning in undergraduate medical education: A systematic review and meta-analysis
    (School of Medicine : Master Degree Program in Medical Education, 2024-06-08)
    Femi, Lukman Owolabi
    ;
    ;
    Papadopoulos, Dimitrios
    Background: Case-based learning (CBL) and lecture-based learning (LBL) are two well-established instructional approaches in education. CBL emphasizes active participation, critical thinking, and problem-solving skills, while LBL relies primarily on lectures for knowledge transfer. The effectiveness of these methods has been a subject of ongoing research and discussion due to their respective strengths and limitations. Understanding the advantages and drawbacks of CBL and LBL is crucial in determining the most suitable approach for specific educational contexts and desired learning outcomes. Aim: This study aims to conduct a systematic review and meta-analysis to assess the effectiveness of case-based learning compared to traditional lecture-based learning in medical education. Methods: A comprehensive search was conducted using various databases, including PubMed, Google Scholar, African Journals OnLine, Scopus, Web of Science, Embase, and Wiley Online Library. The screening and selection process adhered to predetermined eligibility criteria using RAYYAN software. A mean difference metaanalysis was performed employing random-effects models and the DerSimonian Laird method to generate forest plots, evaluate heterogeneity, and assess publication bias. The Preferred Reporting Items for Systematic Reviews and Meta-Analyses (PRISMA) guidelines were followed, and the analysis was performed using STATA Version 18 software. Results: Seventeen studies meeting the inclusion criteria were analyzed, involving a total of 1,937 participants. Among them, 977 medical students were assigned to the case-based learning group, while 960 medical students were assigned to the lecture based learning group. The meta-analysis showed a pooled mean difference of 0.84 (95% CI: 0.54, 1.13), favoring the effectiveness of case-based learning over traditional lecture-based learning in medical education with significant heterogeneity (I2 > 89.05%, P < 0.001 and the H2 = 9.13) and no evidence of publication bias (Egger 0.1323 and Begg's P= 0.638). Conclusions: Our findings suggest that case-based learning is a more effective instructional method than lecture-based learning for medical students, leading to improved performance and case analysis abilities.
  • Publication
    Gram-negative bacteria as emerging pathogens affecting mortality in skin and soft tissue infections
    (Lithografia Antoniadis I - Psarras Th G.P., 2018) ;
    Ioannou, Petros
    ;
    Tsagkaraki E.
    ;
    Athanasaki A.
    ;
    Gikas A.
    Introduction: Skin and soft tissue infections (SSTIs) are commonly encountered in clinical practice and mainly caused by gram-positive cocci such as S.aureus and β-hemolytic streptococci. Complicated SSTIs involving deeper tissues often necessitate surgical intervention and occur in patients with significant comorbidities such as diabetes or immunocom-promising conditions. Methods: In this study, we retrospectively reviewed the epidemiology, clinical characteristics, microbiology, and treatment of patients admitted with SSTI during a five-year period in the Internal Medicine Department of a tertiary hospital. Results: During the study period, 317 patients were recorded, with a mean age of 72.1 years. The most common underlying medical conditions were diabetes mellitus, chronic kidney disease, and heart failure. Cultures were positive in 23.3 % of cases, 62.2 % of which were polymicrobial. The most frequently isolated microorganisms were Enterococci, Escherichia coli, and Pseudomonas aeruginosa. Significant antimicrobial resistance rates were noted, in particular for gram-negative microorganisms. Mortality was higher than described in the literature and associated with age, comorbidities, and infection by gram-negative microorganisms. Conclusion: This study denotes the role of gram-negative bacteria in SSTI epidemiology. Therapeutic protocols regarding the empiric treatment of SSTIs should necessarily take into account the local epidemiology of isolated pathogens and antimicrobial resistance.
Most viewed
  • Publication
    Vitamin D daily short-term supplementation does not affect glycemic outcomes of patients with type 2 diabetes
    (2016-10-01)
    Chrysostomou, Stavri
    ;
    Chrysostomou, Stavri
    There is currently insufficient evidence of a beneficial effect to recommend vitamin D supplementation for optimizing glycemic status in patients with type 2 diabetes mellitus (T2DM). Taking into consideration the significant extra-skeletal effect of vitamin D on pancreatic β-cell function and insulin secretion and the large number of scientific evidence supporting the inverse association between vitamin D status and hyperglycemia, this review article aims to examine whether vitamin D supplementation therapies are beneficial to patients with T2DM considering specific factors through randomized controlled trials (RCTs). EBSCOhost and Medline databases were searched from the beginning of 2009 until the end of 2014 for RCTs in patients with T2DM. Parameters, such as baseline vitamin D levels, frequency/dosage of supplementation, length of the study and type of supplementation, were independently assessed, based on their effect on glycemic status. Although all different types of supplementation were safe and effective in the achievement of vitamin D sufficiency in a dose-dependent way, the impact on glycemic status was different. 14 RCTs were included with daily supplementations ranging from 400-11.200 IU/daily, 40.000-50.000 IU/weekly and 100.000-300.000 IU/intramuscularly or once given, for a period from 8 to 24 weeks. Daily supplementation of vitamin D (up to 11.200 IU) showed no effect, whereas combined supplementation, with calcium (≥300 mg), and with vitamin D doses similar to the RDA, showed positive effects. Additionally, high weekly doses of vitamin D (40.000-50.000 IU) were effective on glycemic outcomes but available data are limited.
  • Publication
    Functional anatomy of the mandibular nerve: Consequences of nerve injury and entrapment
    (2011-03-01)
    Piagkou, Maria Nikolaos
    ;
    Demestiha, Theano D.
    ;
    Skandalakis, Panagiotis N.
    ;
    Johnson, Elizabeth O.
    Various anatomic structures including bone, muscle, or fibrous bands may entrap and potentially compress branches of the mandibular nerve (MN). The infratemporal fossa is a common location for MN compression and one of the most difficult regions of the skull to access surgically. Other potential sites for entrapment of the MN and its branches include, a totally or partially ossified pterygospinous or pterygoalar ligament, a large lamina of the lateral plate of the pterygoid process, the medial fibers of the lower belly of the lateral pterygoid muscle and the inner fibers of the medial pterygoid muscle. The clinical consequences of MN entrapment are dependent upon which branches are compressed. Compression of the MN motor branches can lead to paresis or weakness in the innervated muscles, whereas compression of the sensory branches can provoke neuralgia or paresthesia. Compression of one of the major branches of the MN, the lingual nerve (LN), is associated with numbness, hypoesthesia, or even anesthesia of the tongue, loss of taste in the anterior two thirds of the tongue, anesthesia of the lingual gums, pain, and speech articulation disorders. The aim of this article is to review, the anatomy of the MN and its major branches with relation to their vulnerability to entrapment. Because the LN expresses an increased vulnerability to entrapment neuropathies as a result of its anatomical location, frequent variations, as well as from irregular osseous, fibrous, or muscular irregularities in the region of the infratemporal fossa, particular emphasis is placed on the LN.
  • Publication
    The education of Roma children: Challenges and promises
    (2016-12-12)
    McDermott, J. Cynthia
    ;
    Bakšic-Muftic, Jasna
    ;
    Chapel, Fredrick M.
    ;
    Daniel, Stanislav
    ;
    Drahokoupil, Štepán Vidím
    ;
    Hancock, Ian F.
    ;
    The education of Roma children presents many challenges throughout the world because of poverty, issues of isolation and discrimination. In many countries where Roma reside, laws exist that prohibit discrimination against this minority group. A variety of conflicting issues exist for Roma children. On one hand, the Roma communities practice cultural norms that are in conflict with a typical schooling environment that requires significant structure and lack of independent support. Conversely, schools fail to provide appropriate bilingual instruction for Roma children who usually do not speak the local language. In most countries discrimination attitudes create segregated schools and insufficient social services. Many efforts and organizations are in place to positively impact these challenges to provide quality education for all Roma children.
  • Publication
    Ζητήματα ατομικής ποινικής ευθύνης διευθυνόντων- εκπροσώπων νομικών προσώπων / επιχειρήσεων
    (Νομική Σχολή : Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Ποινικό Δίκαιο, 2021-09-22)
    Βεργιτσάκης, Θεοφάνης
    ;
    Κατσογιάννου, Μαριλένα
    Με δεδομένη την έλλειψη καταλογισμού ποινικών ευθυνών στα νομικά πρόσωπα στην ελληνική έννομη τάξη, η συγκεκριμένη μελέτη αναδεικνύει συγκεκριμένα προβλήματα που αφορούν την ατομική ποινική ευθύνη των διευθυνόντων/ διοικητών, αλλά και των εκπροσώπων επιχειρήσεων, σε περιπτώσεις που με τις πράξεις των τελευταίων τελείται άδικη ποινική πράξη. Μετά την παρουσίαση κάποιων βασικών στοιχείων που αφορούν το ποινικό δίκαιο της επιχείρησης, γίνεται μία παρουσίαση κάποιων συγκεκριμένων ζητημάτων που ανακύπτουν κατά την απόδοση ατομικών ποινικών ευθυνών στα φυσικά αυτά πρόσωπα των επιχειρήσεων. Ακολουθεί μία προσπάθεια θεμελίωσης αυτών με τη βοήθεια των παγιωμένων κανόνων του Ποινικού Δικαίου, τόσο αυτών της ελληνικής, όσο και αυτών της γερμανικής θεωρίας και νομολογίας, παραθέτοντας κάθε φορά τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την πλήρωση της νομοτυπικής υπόστασης κάθε μηχανισμού απόδοσης ποινικών ευθυνών. Γενικότερος στόχος στη συγκεκριμένη μελέτη είναι να γίνει όσο το δυνατόν πιο σαφές για το αν και με ποιο τρόπο ευθύνονται τα παραπάνω πρόσωπα σε περιπτώσεις, που η επιχείρηση αναπτύσσει εγκληματική δραστηριότητα.
  • Publication
    Barriers to innovation for SMEs in a small less developed country (Cyprus)
    (1999-01-01)
    Hadjimanolis, Athanasios
    The present research, conducted in Cyprus, a small less developed country, concentrates on the barriers approach to innovation. The importance of barriers, as perceived by the firms' owners/managers was, rather surprisingly, not statistically correlated either to innovativeness, economic performance or the extent of the horizontal networking. The study of barriers offers, nevertheless, some interesting clues to the innovation practice in small less developed countries. Some similarities with barriers in industrialized countries (e.g. in supply of finance and skilled labour) were found, but many differences as well, as expected from the peculiar environment of a less technologically developed country. The role of Government policies is of particular importance.